Πόσα χρόνια χρειάζονται για να ανακαλύψει ένας Αχινός τα αγκάθια του; Πόσο επίπονη και λυτρωτική μπορεί να είναι η ενηλικίωση; Ο Άγγελος Κομηνός, μέσα από την ερωτική απογοήτευση, θα ανακαλύψει μια άγνωστη γι΄αυτόν Αθήνα, γεμάτη πάθος και κίνδυνο. Αυτό θα γίνει η αφορμή για την πορεία προς τον εαυτό του. Οι γνωριμίες, οι έρωτες και οι απογοητεύσεις τον οδηγούν στη μετάβαση από τη σαρκική απόλαυση στη συναισθηματική ολοκλήρωση και τέλος στην αποδοχή της ταυτότητάς του.
Με τραβούσαν σαν μαγνήτης οι ταξιδιώτες. Οι τυχοδιώκτες. Μόνο που δεν έβλεπα ότι ήταν καθρέφτες μου. Εγώ ήμουν ο τυχοδιώκτης της ζωής μου. Αναγνώριζα αμέσως στους άλλους αυτή τους την ιδιότητα, αγνοώντας τη σ’ εμένα. Όλοι αυτοί οι περαστικοί από τη ζωή μου ήταν άνθρωποι που έκαναν μια στάση για ξεκούραση, ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι τους για μια άλλη χώρα ή για μια άλλη ζωή. Έρχονταν κοντά μου για λίγο κι έφευγαν.
Εγώ όμως ήμουν αυτός που ταξίδευα μέσα απ’ όλους αυτούς, χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθώ ούτε εκατό μέτρα από τη ζωή που είχα φτιάξει. Ο μεγαλύτερος ταξιδιώτης ήμουν εγώ. Κάθε σώμα με καλούσε να το εξερευνήσω. Κάθε κορμί ήταν μια νέα ήπειρος, ένας άλλος άγνωστος κόσμος, που ήθελα να τον γνωρίσω και να τον ζήσω με όλες μου τις αισθήσεις.
Κάθε νέα ανακάλυψη μου έδινε τη συγκίνηση του πρωτοπόρου εξερευνητή.
Γινόμουν ξαφνικά Μαγγελάνος, Μάρκο Πόλο, Ιάσωνας.
Έπεφτα με τα μούτρα στην εξερεύνηση του καινούργιου τοπίου, του νέου κορμιού, της νέας συγκίνησης.
Πάνω στα κορμιά αυτά ταξίδεψα. Πνίγηκα στα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Μάτωσα τα πόδια και τα χέρια μου για να σκαρφαλώσω στις οροσειρές του Άτλαντα. Ξεδίψασα σε οάσεις στην έρημο της Τυνησίας. Ξεκουράστηκα στη σκιά των Αθανάτων της Περσέπολης. Γεύτηκα τη γλύκα των χουρμάδων στην αγορά της Δαμασκού. Μύρισα τα ρόδα της Φιλιππούπολης. Νανουρίστηκα στη γαλήνια θάλασσα της πατρογονικής Σμύρνης. Αφυδατώθηκα στ’ άγρια βουνά του Κουρδιστάν.
Κάθε κορμί και μια ήπειρος. Μια χώρα. Ένα τοπίο μυθικό και μαγευτικό για μένα. Κάθε σώμα και μια νέα πρόσκληση για ταξίδι.
Τα κορμιά ήταν τόποι. Κορμιά στεγνά, άνυδρα, βραχώδη. Κορμιά αρχαία σαν όμορφες πόλεις, που ο χρόνος τις αγάπησε και τις κράτησε άθικτες σκεπάζοντάς τες με άμμο. Κορμιά απάγκια λιμάνια για να προφυλαχτώ από την καταιγίδα. Κορμιά εύφορα σαν κάμποι με οπωροφόρα δέντρα, γεμάτα καρπούς με υπέροχη γεύση. Κορμιά σαν βουνά ψηλά, απάτητα, που όταν έφτανα στην κορφή με περίμενε ο ίλιγγος αλλά συνάμα και η αγαλλίαση. Κορμιά ποτάμια προαιώνια, δυνατά, που κυλούσα επάνω τους για να χυθώ στη θάλασσα. Κορμιά λαγούμια, χωρίς οξυγόνο και φως, σκοτεινά και αφιλόξενα. Κορμιά στέπες αχανείς, χωρίς αρχή και τέλος.
Όλα αυτά τα σώματα τα αγάπησα όσο μπόρεσα. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους πλησίασα όσο περισσότερο μου επέτρεψαν. Ίσως γιατί δεν αγαπούσα το δικό μου σώμα… Ίσως γιατί δεν μπορούσα να πλησιάσω εμένα… Ο πιο ανεξερεύνητος για μένα τόπος ήταν ο εαυτός μου.
Με επιμέλεια χαρτογραφούσα τα σώματα των άλλων και τα αρχειοθετούσα στη μνήμη μου. Γυμνά τα σώματα ήταν για εμένα χάρτες. Όφειλα να τους διαβάσω. Να τους μελετήσω. Να βρω την καλύτερη διαδρομή για να μη χάσω τον πυρήνα, την καρδιά. Έβαζα σημάδια στις διαδρομές. Μια ουλή, ένα χτύπημα. Μια ατέλεια. Μια καμπύλη. Ένας τένοντας. Μια κλείδα. Γυμνοί οι χάρτες μπροστά μου με καλούσαν πάντα σε μια νέα εξερεύνηση.
Ορόσημα πάντα οι δύο πηγές. Η μία ψηλά, στο κάτω μέρος του κεφαλιού. Η πηγή που με ένωνε με τα ουράνια. Προφυλαγμένη από τους δύο φρουρούς της. Τι μάχες έχω δώσει μπροστά στα χείλη για ν’ ανοίξουν και να μου δώσουν τα πολυπόθητα φιλιά… Ή για να επιτρέψουν στα λόγια να βγουν και να αποκαλύψουν τα μυστικά που κρύβονταν στην καρδιά. Άλλες φορές σημαντικά κι άλλες φορές τόσο ασήμαντα, που έλεγα «τζάμπα ο κόπος».
Η άλλη πηγή στο κάτω μέρος του κορμού. Προφυλαγμένη και στηριγμένη ανάμεσα σε δύο στύλους, τους μηρούς. Στο κέντρο, ο ιερός όφις. Περίμενε το ξύπνημα που θα τον ζωντάνευε και θα αποκάλυπτε όλη του τη μεγαλοσύνη. Η πηγή της ζωής. Της ύλης. Του φθαρτού κόσμου. Της απόλαυσης των αισθήσεων.
Εκεί, η αλήθεια παρουσιαζόταν μπροστά μου γυμνή. Ναι, υπήρχε η επιθυμία. Ναι, τα είχα καταφέρει. Ή και το αντίθετο. Εκεί δεν χωρούσε το ψέμα. Πιο εύκολη αυτή η πηγή, πιο απλή, συνδεμένη με τη μάνα της, τη γη.
Πιο δύσκολη η πρώτη, να την τρυγήσεις, να διαπιστώσεις πίσω από τα τερτίπια της ποια είναι η αλήθεια. Πολλές φορές με μπέρδευε, έπαιζε δίνοντάς μου λάθος συντεταγμένες για τη διαδρομή. Κι άλλες φορές ήταν τόσο απλά τα λόγια και οι οδηγίες που μου έδινε, που με οδηγούσαν κατευθείαν στο κέντρο. Όταν και οι δύο πηγές άνοιγαν και μου χάριζαν τους θησαυρούς τους απλόχερα, ένιωθα να ενώνω όλα τα αντίθετα του κόσμου. Τον ουρανό με τη γη. Το τώρα με την αιωνιότητα. Το μηδαμινό με το μονάκριβο. […]
(…) Η στρωτή αφήγηση και ο λιτός λόγος χωρίς περίτεχνα λογοτεχνικά σχήματα αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου που προσεγγίζει το θέμα του ο Νίκος. Σε ένα κείμενο σκληρό και ταυτόχρονα τρυφερό, αποτυπώνει μια ολόκληρη εποχή και μια διαδρομή από το σκοτάδι στο φως, με όλους τους χαρακτήρες ανάγλυφους.
Παναγιώτης Σιάνης, δημοσιογράφος
Ο Νίκος Σταματιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και θέατρο με δασκάλους τον Β. Διαμαντόπουλο και τον Γ. Ρήγα. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε επαγγελματικά με τον σχεδιασμό και την κατασκευή κοσμημάτων. Το ημερολόγιο ενός αχινού διασκευάστηκε για το θέατρο και ανέβηκε από την ομάδα «Studio υπό το μηδέν».Έχει γράψει το μυθιστόρημα Ο σοκολατένιος ιππότης στην εξόριστη πολιτεία (το ανώνυμο βιβλίο, 2015) καθώς και δύο θεατρικά έργα. Παιδιόθεν τον απασχολεί η χαρά της ζωής και οι πολλαπλές εκφάνσεις της. Ζει στην Αθήνα προσωρινά με συχνές τάσεις φυγής.
Επικοινωνία με τον συγγραφέα: nistamatiadis@gmail.com