Πολλοί στο σόι μου ήτανε ναυτικοί. Ο ένας παππούς μου, τρεις θείοι μου, ένας ξάδερφός μου. Διάφοροι άλλοι πιο μακρινοί συγγενείς αλλά και αρκετοί οικογενειακοί φίλοι. Άκουγα τις ιστορίες τους -επιδόρπια του δείπνου- μικρός ή και πιο μεγάλος. Αμαλγάματα στεριανής έμπνευσης και θαλασσινής φαντασίας. Άντε να βγάλω άκρη. Ζήλευα! Αργότερα, προσπάθησα να επινοήσω τα δικά μου αμαλγάματα. Να αφηγηθώ τις προσωπικές μου αλχημιστικές εμπειρίες με ηθικούς αυτουργούς δώδεκα ημιτόνια και εικοσιτέσσερα γράμματα. Εξομολογούμαι ότι δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις πρωτότυπες, οι οποίες λησμονημένες εκτίουν ισόβια στα βάθη του μυαλού μου. Στις ιστορίες που μοιραζόμαστε δίνουν πνοή οι στοχαστικοί νόμοι της ελλειψοειδούς μου τροχιάς. Ευχαριστώ που τις διαβάζετε, ευγνωμονώ αν σας αρέσουν.
Μετρήσαμε τα κρίματα στις τσέπες μας.
Όσα στη μια, τόσα και στην άλλη.
Τους ασταθείς βηματισμούς των ονείρων μας
παίξαμε μονά-ζυγά σε στημένο παιχνίδι.
Χάσαμε.
Τα λάθη βάλαμε στη ζυγαριά
μαζί με τα σωστά.
Εκείνη δεν αιωρήθηκε
δασκαλεμένη από φιλάργυρο τοκογλύφο.
Τα χέρια μας σαν πλέναμε
τα πέντε δάκτυλα μάς μούντζωναν χαιρέκακα
τα άλλα πέντε μούντζωναν τον καθρέφτη.
Μάταια λιχνίσαμε στο πετράλωνο
τις θημωνιές των αισθημάτων μας
με έμπειρα δικράνια.
Η καλοσύνη έμεινε κράμα με την κακία.
Η μισαλλοδοξία μεταμφιέστηκε σε αρετή.
«Κάτι συμβαίνει εδώ!»
πονηρευτήκαμε κάποια στιγμή.
Γι’ αυτό ρωτήσαμε
τον διάβολο και τον θεό.
Μα πήραμε τις ίδιες απαντήσεις.
ΤΙΣ ΟΙΔΕ
Άργησα, το ξέρω.
Χρόνια είχαμε να τα πούμε.
Κύλησε πολύ νερό στο μυλαύλακο
πλημμύρισε το βαγένι
άρχισε να γυρίζει δειλά-δειλά η φτερωτή.
Έφευγε, ξαναγύριζε άπιστη φιλενάδα η θάλασσα.
Βλάσταιναν και ξεραίνονταν
αυτόχθονες του κήπου τα χορτάρια.
Μεγάλωσαν και κοιμήθηκαν
οι άτακτες πλην πιστές γάτες.
Βαρέθηκαν και μας άφησαν για πάντα καλοί φίλοι
σίγησαν οι κιθάρες τους
έμειναν άλαλα τα γραπτά τους.
Συναντιόμαστε πάλι πάντως
αυτό είναι το ευχάριστο.
Μπορεί να έχουμε ακόμα κάτι να πούμε.
Ποιος ξέρει;
Ο ποιητής της Άνυδρης θάλασσας έχει ένα προσωπικό ύφος και μια σπάνια περιγραφικότητα. Η αφήγησή του ρέει στα αυτιά και στην ψυχή του αναγνώστη ή του ακροατή ευχάριστα. Τα ποιήματά του ένα προς ένα ξεχειλίζουν από ευαισθησία, για μια φύση που μας παραδόθηκε παρθένα και τη βιάσαμε, για τη γιαγιά και τα παραμύθια της που χάσαμε. Δίχως να προσπαθεί να εφεύρει ποιητικά ευρήματα, κατορθώνει να μας δώσει μέσα από κάθε στίχο του, πέρα από την προσωπική του ευαισθησία, εικόνες με μια γλώσσα απλή, ελληνική. Ο λόγος του λογοτεχνικός, απλός και κατανοητός, αλλά όχι απλουστευμένος. Είναι λόγος λιτός, καθημερινός, χωρίς καμιά προσπάθεια εντυπωσιασμού. Είναι λόγος ρομαντικός και νοσταλγικός. Λόγος αγάπης. Λόγος ψυχής. Η ποίηση του Γιώργου Καριώτη, τολμώ να δηλώσω, είναι εξαιρετική.
Στέλιος Δ. Στυλιανού, συγγραφέας
Άνυδρη θάλασσα; Από τους τίτλους που σε πιάνουν με τη μία. Κι εδώ που τα λέμε, οι τίτλοι σε αρκετά από τα κομμάτια της συλλογής παίζουν ένα ρόλο έξτρα στίχου – που καλά είναι να γυρίσεις να τον ξαναδείς. Σημαντική αρετή. Εικονοποιΐα μετρημένη αλλά διαυγής, προσωποποιήσεις, μεταμφιέσεις κι από οπτικές γωνίες άλλο τίποτα. Ο Οδυσσέας έχει την τιμητική του, αλλάζει προσωπεία και κοστούμια, απομυθοποιείται αλλά αντέχει. Και συνεχίζει, ακόμα και στην άνυδρη θάλασσα. Που όσο προχωρούσα, άρχισε να ξεκαθαρίζει πως μια θάλασσα άνυδρη είναι κυρίως το αλάτι της. Το αλάτι που –κι ας μην υποφέρεται– καλό κάνει στις πληγές. Το αλάτι της γης, που θα λέγανε κι οι Στόουνς. Από κοντά και οι Μπητλς, που το κίτρινο υποβρύχιό τους αναδύθηκε στον «διαμαντένιο ουρανό». Ζόρικος στίχος αυτός. Ειδικά για όποιον ψάχνει κάποια «Λούσι» κάπου ψηλά. Καλοτάξιδος. Σε οποιαδήποτε θάλασσα.
Λάμπρος Καραγιώργος, αναγνώστης
Στα ποιήματά σου η ευαισθησία και οι καθαροί συλλογισμοί δένουν πολύ ωραία. Δεν το συναντάς και συχνά μια ποίηση στοχαστική να είναι και τόσο γλαφυρή, με ιστορίες που δεν είναι ακριβώς ιστορίες, αλλά και με λυρισμό που δεν ζητάει σκέτη συγκίνηση. Με νου κι επίγνωση. Να αντιμετωπίζει και να δέχεται όλες τις ματαιώσεις αλλά να μην παραδέχεται, τελικά, καμία ματαιότητα. Αυτό είναι για μένα το πιο συγκινητικό. Και η πέτρα «που βυθίζεται αργά στο νερό και σε ξυπνάει».
Μαίρη Δεμπόν, αναγνώστρια
Θαλασσοπόρος στην άνυδρη θάλασσα… τη γεμάτη Ζωή. Εξερευνητής αγνώστων ωκεανών μα και έμπειρος ταξιδευτής συνάμα. Μια σε βαθιά νερά… μια σε φουρτούνα… μια σε νηνεμία…. την Αλήθεια σου μας χάρισες. «Χαίρω πολύ» θα πούμε!
Γεωργία Γεωργακοπούλου, αναγνώστρια
Ο Γιώργος Καριώτης γεννήθηκε στη Φρεαττύδα. Μεγάλωσε στην Κυψέλη. Ζει στον Χολαργό και στους Ζάρακες της Εύβοιας. Ταξιδεύει αλλού όσο πιο συχνά μπορεί. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και γεωγραφία του αγροτικού χώρου στο πανεπιστήμιο του Montpellier. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Από μία οπτική γωνία (ιδιωτική έκδοση 1998), Χιονισμένος μαυροπίνακας (το ανώνυμο βιβλίο 2017). Ποιήματα από την Άνυδρη θάλασσα έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και κυκλοφορούν με τον τίτλο Waterless sea (το ανώνυμο βιβλίο 2017). Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική.
Επικοινωνία με τον συγγραφέα: gkariotis54@gmail.com