Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση των συναισθημάτων του λαού, την έκφραση των καημών και των πόθων του, καθώς και την εξιστόρηση συμβάντων σχετικών με την ιστορία ή την καθημερινότητά του. Επιπλέον λειτουργεί και ως πεδίο μεταφυσικού προβληματισμού για την ανθρώπινη μοίρα, τον θάνατο και τη «χώρα» των νεκρών: τον Κάτω Κόσμο.
Η αγάπη και η νοσταλγία για τα πρόσωπα που έφυγαν για πάντα συχνά οδηγεί τη λαϊκή φαντασία στην κατάργηση των στεγανών μεταξύ Πάνω και Κάτω Κόσμου, με στόχο την πραγμάτωση της ποθητής και συνάμα παράδοξης επαφής μεταξύ αγαπημένων προσώπων, μεταξύ νεκρών και ζωντανών. Αυτή η μεταφυσική επικοινωνία «υλοποιείται» συνήθως στα μοιρολόγια αλλά και σε άλλα δημοτικά τραγούδια, όπως στις παραλογές.
Οι παραλογές πλέκονται, με ιδιαίτερη ελευθερία, γύρω από ακραίους συνήθως μύθους συνδυάζοντας περίτεχνα το λογικό και πραγματικό με το φανταστικό, το αλλόκοτο ή το παράλογο. Επομένως, συχνά οι ιστορίες τους περνούν στον χώρο του μεταφυσικού, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με τον Κάτω Κόσμο, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί η προσέγγιση ζωντανών και νεκρών. Αυτή η μεταφυσική διάσταση -όπως εκδηλώνεται στον ιδιαίτερο χώρο της παραλογής- αποτελεί τον κεντρικό άξονα της παρούσας μελέτης.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
1.1 Γένεση – Απόπειρα οριοθέτησης
1.2 Η «ανακάλυψη» του δημοτικού τραγουδιού – Οι συλλογές
1.3 Προέλευση του δημοτικού τραγουδιού – Γέννηση της ελληνικής λαογραφίας
1.4 Ταξινόμηση
1.5 Τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά
2. ΠΑΡΑΛΟΓΗ
2.1 Έννοια του όρου
2.2 Η καταγωγή της παραλογής
2.3 Τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά
2.4 Η παραλογή σε διάφορες συλλογές
3. ΤΟ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
3.1 Οριοθέτηση
3.2 Η μεταφυσική φαντασία των δημοτικών τραγουδιών
4. ΟΙ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ
4.1 Του νεκρού αδερφού
4.2 Βαλκανικές παραλογές με βάση το θέμα του νεκρού αδερφού
4.3 Η μάνα η φόνισσα
4.4 Η λυγερή στον Άδη
4.5 Φωνή νεκρού από το μνήμα (Η βοή του μνήματος)
4.6 Ο Γιάννος και η Μαρουδιώ
4.7 Η Ευγενούλα (Της Λυγερής και του Χάρου)
4.8 Του γιοφυριού της Άρτας
5. ΟΙ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΟΓΗ
5.1 Το ανακάλεμα των νεκρών
5.2 Οι ψυχοπομποί
5.3 Η εξωτερική εμφάνιση των νεκρών: τα νεκρικά σημάδια
5.4 Ο ρόλος της φύσης
5.5 Η απόφαση των νεκρών να επικοινωνήσουν με τον πάνω κόσμο
5.6 Το στοίχειωμα και η παραλογή του γιοφυριού της Άρτας
5.7 Η μεταμόρφωση
5.8 Η κάθαρση
6. ΟΤΑΝ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΟΓΗΣ
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
6.1 Ο Βουρκόλακας. Αργύρης Εφταλιώτης – Θεατρική διασκευή
6.2 Ο όρκος του πεθαμένου. Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Θεατρική διασκευή
6.3 Ποιος έφερε την Ντορουντίν; Ismail Kadare - Νουβέλα
6.4 Του νεκρού αδερφού. Σωτήρης Χατζάκης – Θεατρική διασκευή
6.5 Γκρίχου. Δημοσθένης Παπαμάρκος - Διήγημα
6.6 Παραλογαίς. Μίλτος Σαχτούρης – Ποιητική συλλογή
7. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ. ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ
7.1 Ο γυρισμός της φόνισσας
7.2 Το ταξίδι που δεν έγινε
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ – ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ
Το ζήτημα της προέλευσης των δημοτικών τραγουδιών άρχισε να απασχολεί διάφορους μελετητές κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, την περίοδο δηλαδή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης εντοπισμού στοιχείων και πρακτικών ικανών να αποδείξουν τη στενή πολιτισμική σχέση του νέου ελληνικού κράτους με την αρχαιότητα. Στόχος τους ήταν η ενίσχυση των συνεκτικών δεσμών ανάμεσα στους πολίτες της χώρας και η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης.
Ο πρώτος που ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα της καταγωγής του δημοτικού τραγουδιού ήταν ο Claude Fauriel. Στον περίφημο εισαγωγικό λόγο του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι θα επιχειρήσει να παρουσιάσει «μερικά καινούρια στοιχεία ώστε να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε πιο δίκαια και με μεγαλύτερη ακρίβεια, από ό,τι συνήθως, τα έθιμα, τον χαρακτήρα και τα χαρίσματα των σύγχρονων Ελλήνων». Στη συνέχεια διευκρινίζει ότι οι «λόγιοι της Ευρώπης», ενώ αναζητούν τα ίχνη του παλιού πολιτισμού της Ελλάδας στα «ερείπια και τη σκόνη των αρχαίων πόλεων», αντιμετωπίζουν τους υπόδουλους Έλληνες σαν μια «φυλή άξια περιφρόνησης ή λύπησης» (Fauriel, 1824: vii, viii).
Με σκοπό την αποκατάσταση της εικόνας των σύγχρονων Ελλήνων και την ενίσχυση της ιδέας ότι είναι ισάξιοι των προγόνων τους, ο Fauriel θα υποστηρίξει ότι το δημοτικό τραγούδι –που είναι δεμένο με το παρόν– έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Αναφέρει σχετικά: «Εκείνο για το οποίο είμαι πεπεισμένος και θα ήθελα να καταφέρω να δώσω επαρκείς αποδείξεις είναι ότι η δημοτική ποίηση της σύγχρονης Ελλάδας δεν δημιουργήθηκε ούτε στη σημερινή εποχή ούτε στη διάρκεια του Μεσαίωνα• δεν υπάρχει, δηλαδή, συγκεκριμένη περίοδος στην οποία θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις ρίζες της. Συνεπώς, δεν μπορεί παρά να είναι μια συνέχεια, μια εξακολούθηση, μια αργή και βαθμιαία μεταβολή της αρχαίας ποίησης και ειδικά της αρχαίας λαϊκής ποίησης των Ελλήνων» (Fauriel, 1824: cj).
Προκειμένου να αποδείξει την άποψή του, ο Fauriel αναζητά ανάμεσα στο νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος και στην αρχαιότητα κοινά έθιμα που να συνοδεύονται από τραγούδια παρόμοιας θεματολογίας (Fauriel, 1824/1956: 65-66). Στο πλαίσιο αυτό, αναφερόμενος π.χ. στα γαμήλια έθιμα, παρατηρεί ότι στη σύγχρονη τότε Ελλάδα η παρέα της νύφης τη συνοδεύει στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας τραγούδια που φαίνεται να αντιστοιχούν στο αρχαίο υμέναιον – άσμα που προοριζόταν για την ίδια περίσταση. Ανάλογα, οι αρχαίοι ολοφυρμοί, τα επικήδεια δηλαδή άσματα, φέρνουν στο νου τα γνωστά σε όλους μοιρολόγια. Επίσης, τα τραγούδια του αγερμού –τα αρχαία κάλαντα που σε συγκεκριμένες μέρες του χρόνου τραγουδούσαν οι νεαροί από πόρτα σε πόρτα ζητώντας μικρά δώρα, φαγώσιμα κλπ– παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα σύγχρονα κάλαντα. Συγκεκριμένα, οι ευχές και τα υπερβολικά εγκώμια προς τον νοικοκύρη και το σπίτι του είναι κοινό χαρακτηριστικό τόσο στα αρχαία όσο και στα σύγχρονα κάλαντα. Για παράδειγμα, τα γνωστά σε όλους κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, θυμίζουν ιδιαίτερα τα κάλαντα της αρχαίας γιορτής της Ειρεσιώνης – που τραγουδούσαν τα παιδιά την έβδομη ημέρα του μήνα Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου-20 Οκτωβρίου).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Fauriel όσο και ο Δαλματός N. Tommaseo –που δημοσίευσε το 1842 τη δεύτερη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών– «θεωρούνται πρόδρομοι της ελληνικής επιστημονικής λαογραφίας» (Κυριακίδου-Νέστορος, 2006: 77). […]
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΗ
Τα δημοτικά τραγούδια θα μπορούσαμε να τα κατατάξουμε σε δύο γενικές κατηγορίες (Ιωάννου, 2006): αυτά που πλάθονται γύρω από ένα συναίσθημα (συναισθηματικά) και εκείνα που δημιουργούνται με σκοπό να διηγηθούν μια ιστορία, έναν μύθο ή ένα σημαντικό περιστατικό (διηγηματικά ή αφηγηματικά). Στα διηγηματικά τραγούδια περιλαμβάνονται τα ακριτικά και οι παραλογές –δύο από τα παλαιότερα είδη–, που θεωρούνται ότι ανήκουν στην «ανώτερη βαθμίδα των δημοτικών τραγουδιών» (Πολίτης, Λ., 1985: 107).
Τα ακριτικά τραγούδια (βλ. 1.4) εξυμνούν τα κατορθώματα των θρυλικών ακριτών, των ισχυρών δηλαδή αρχόντων, που έργο τους ήταν η φύλαξη των συνοριακών (ακριτικών) επαρχιών της απέραντης Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Οι παραλογές είναι πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια τα οποία εξιστορούν με ολοκληρωμένο τρόπο δραματικές κυρίως περιπέτειες, πραγματικές ή φανταστικές, που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Η πλοκή τους στρέφεται γύρω από μύθους, παραδόσεις, δραματικά κοινωνικά περιστατικά ή είναι εντελώς «πλαστή», αποτέλεσμα δηλαδή μυθοπλασίας. Ο Fauriel (1824: lxxx) γράφει για τις παραλογές ότι «πρόκειται για εκείνα τα τραγούδια στα οποία η λαϊκή φαντασία εκδηλώνεται με εξαιρετική ποικιλία, ελευθερία και δύναμη έκφρασης».
Οι παραλογές –κυρίως οι παλαιότερες– συγγενεύουν με τα ακριτικά τραγούδια, γεγονός που συχνά καθιστά δύσκολη τη διάκριση μεταξύ τους, ενώ «σε πολλές παραλογές βρίσκουμε ονόματα ακριτικά ή και στίχους ολόκληρους ακριτικών τραγουδιών• αν στην όλη υπόθεση των παραλογών αυτών δεν δέσποζε το παραμυθιακό στοιχείο, θα μπορούσαμε αξιόλογα να τις κατατάξουμε στον κύκλο των ακριτικών» (Πετρόπουλος, 1958: κε΄). Πράγματι, το παραμυθιακό στοιχείο μαζί με τη δραματικότητα στην αφήγηση μας επιτρέπουν –σε μεγάλο βαθμό– να διακρίνουμε τις παραλογές από τα άλλα διηγηματικά τραγούδια. Το παραμυθιακό στοιχείο αποτελεί επομένως το ιδιαίτερο γνώρισμα των παραλογών, το οποίο οδήγησε τον Fauriel (1825) να ονομάσει τα διηγηματικά τραγούδια «chansons romanesques», δηλαδή μυθιστορηματικά –που προκύπτουν ως αποτέλεσμα μυθοπλασίας– ή «πλαστά», όπως απέδωσε αργότερα τον όρο στα ελληνικά ο Passow στη συλλογή του (1860). […]
Μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος, εμπεριστατωμένη και πολύ πλούσια σε έρευνα, πληροφοριακό υλικό και βιβλιογραφικές παραπομπές επιστημονική μελέτη είχα την ευκαιρία να διαβάσω πολύ πρόσφατα. (…) Προσεγγίζοντας το βιβλίο, το οποίο δεν είναι λογοτεχνικό, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι διαβάζεται απνευστί, με τη ζέση, με το αμείωτο ενδιαφέρον και την αβίαστη ευκολία με την οποία συνήθως απολαμβάνουμε τα καλογραμμένα μυθιστορήματα, χάρη στη ρέουσα γλώσσα του, τη δεξιοτεχνία της συγγραφέως αλλά και το άκρως ενδιαφέρον θέμα του.
Άριστα τεκμηριωμένη η μελέτη της Ντασκαγιάννη διαβάζεται ‒παρότι επιστημονικό σύγγραμμα‒ με τον σαγηνευτικό, μαγικό τρόπο και την αδημονία που διαβάζουμε τα παραμύθια. Μόνο που εδώ πρόκειται για σκοτεινά παραμύθια, αρχέγονες πολιτισμικές παρακαταθήκες, αντλημένες από τα βάθη της πανανθρώπινης εμπειρίας.
Χαρά Νικολακοπούλου, φιλόλογος – συγγραφέας
Μπαλκόνι στον κόσμο συνιστά αυτό το βιβλίο. Δημιουργική καταφυγή σε εποχές κρίσης και παρακμής σαν τη σημερινή. Ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο των θρύλων, των παραμυθιών, των δημοτικών τραγουδιών, της δημοτικής ποίησης και των παραλογών, έναν κόσμο που είναι ακόμα ζωντανός ο απόηχος αιώνων προφορικής παράδοσης.
Παράδοση δεν είναι για την Έφη Ντασκαγιάννη μια κούφια λέξη, μια στείρα παρελθοντολογία για ξεπερασμένες μορφές ζωής. Δεν αναζητά προγονικά λείψανα σε άδειους τάφους. Παράδοση για αυτήν είναι η αγέραστη ρίζα της φυλής, που κράτησε αγέρωχο τον κορμό της εθνικής συνείδησης σε καιρούς σκληρής δοκιμασίας. Παράδοση είναι η πραγματική φωνή του λαού που επιβίωσε στο μάκρος του χρόνου κι έφτασε ως εμάς. Είναι το σύνολο της λαϊκής δημιουργίας που ονομάζουμε λαϊκό πολιτισμό.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι «γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις». Διαβάζει ο αναγνώστης πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου προκειμένου να ερμηνεύσει νοήματα και σημασίες και να αναδείξει τα φανερά και λανθάνοντα μηνύματα της συγγραφέως. Στην εξαιρετική αυτή μελέτη συμβάλλει και το ιδιαίτερο ύφος της συγγραφέως, στο οποίο διαφαίνεται η συνύπαρξη του ευαίσθητου αναγνώστη της λογοτεχνίας με τον αυστηρό μελετητή της δημοτικής λαογραφίας.
Ένα δημοτικομουσικό βιβλίο με πλούσιο υλικό από μύθους, παραδοσιακές ιστορίες και παραλογές της πατρίδας μας. Ένα βιβλίο ανεκτίμητης αξίας, που δεν πρέπει να λείψει από τη βιβλιοθήκη κανενός φιλομαθή συμπατριώτη μας, που σέβεται πραγματικά τις αξίες και τον πολιτισμό μας. Έφη Ντασκαγιάννη, μια πολιτισμική ερευνήτρια, που επιτυγχάνει να εμπλουτίζει τη γνώση αλλά και την πολιτιστική μας κληρονομιά φέρνοντας στο φως ανέκδοτα κείμενα. Η Έφη Ντασκαγιάννη κερνάει τον καλό αναγνώστη αυτό τον εύγεστο τόμο, του οποίου η ανάγνωση είναι μελίρρυτος.
Κώστας Τραχανάς
Η Έφη Ντασκαγιάννη προσθέτει με την έρευνα της μια νέα διάσταση, καθώς επικεντρώνει στην καταγραφή και την ανάλυση ενός ιδιαίτερου είδους δημοτικού τραγουδιού, τις παραλογές, και μιας σημαντικής διάστασης ως προς το περιεχόμενο και την ερμηνεία τους που είναι το μεταφυσικό στοιχείο, ο ρόλος και η σημασία του. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια πονήματος δημιουργικής γραφής, η ίδια καταλήγει στην έρευνά της με δυο παραλογές-μεταποιήσεις γνωστών έργων της λογοτεχνίας : τη Φόνισσα του Αλ. Παπαδιαμάντη και Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον του Γ.Βιζυηνού.
Η Έφη Ντασκαγιάννη, θα παρουσιάσει μια σειρά από παραλογές μεταξύ των οποίων μερικές είναι πολύ γνωστά παραδοσιακά τραγούδια και έχουν αποτελέσει στο παρελθόν βάση για τη δημιουργία μεγάλων καλλιτεχνικών δημιουργιών και εκδηλώσεων. Κατηγοριοποιεί τα βασικά τους χαρακτηριστικά καθώς επικεντρώνει την ανάγνωση, παρουσίαση και ανάλυση σε εκείνες που οργανώνουν την υπόθεσή τους γύρω από το θέμα της σχέσης των δυο κόσμων με βάση τις παρακάτω συνιστώσες: 1) ανακάλεμα νεκρού, 2) ψυχοπομποί, 3) φύση, 4) τα νεκρικά σημάδια, 5) επικοινωνία με τον πάνω κόσμο, 6) στοίχειωμα, 7) μεταμόρφωση, 8) κάθαρση.
Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσω με την ευκαιρία αυτή πως η κ. Ντασκαγιάννη περιλαμβάνει μια εξαιρετική κριτική παρουσίαση των παραλογών και των βαλκανικών εκδοχών τους, όπως και των επιρροών στη λογοτεχνία με την παρουσίαση συγκεκριμένων έργων του Αργ. Εφταλιώτη (Βουρκόλακας, 1894), Ζαχ. Παπαντωνίου (Όρκος του πεθαμένου, 1929) και άλλα λογοτεχνικά έργα.
Γνωστή για την επιμονή της στη ποιοτική εργασία η Έφη Ντασκαγιάννη δεν ξενίζει κανέναν με το έργο που παρουσιάζει, παρότι προέρχεται από τις θετικές επιστήμες (ΕΜΠ). Πνεύμα ανήσυχο, με ιδιαίτερες ευαισθησίες και αναζητήσεις στα πεδία των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Το βιβλίο της εκτός από μια εξαιρετική πρώτη αναλυτική έρευνα σε ένα τόσο σημαντικό θέμα, καταγράφει στο ενεργητικό της και μια προσπάθεια με χαρακτηριστική συγγραφική ευαισθησία που προμηνύει ενδιαφέρουσα συνέχεια.
Γιώργος Κόνδης, συγγραφέας,
διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβαίν (Louvain – Βέλγιο).
Η Έφη Ντασκαγιάννη γεννήθηκε στην Άρτα και πέρασε τα παιδικά της χρόνια ακολουθώντας τους γονείς της, που εργάζονταν ως εκπαιδευτικοί, σε διάφορα ορεινά και πεδινά χωριά της περιοχής. Αργότερα βρέθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Λύκειο και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη σχολή Μηχανολόγων του ΕΜΠ. Την κέρδισε όμως η αγάπη της για τις ξένες γλώσσες, τη λογοτεχνία και τα ταξίδια· έτσι, σπούδασε επίσης Αγγλική Φιλολογία, ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται ως τουριστική συνοδός/ξεναγός ταξιδεύοντας μαζί με ομάδες τουριστών σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Επισκέφτηκε πολλές χώρες και στις πέντε ηπείρους. Αργότερα διορίστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγήτρια αγγλικών, και το 2014 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό «Δημιουργική Γραφή» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Ναύπλιο, όπου πρόσφατα έγινε δεκτή ως υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Επικοινωνία με τη συγγραφέα: effiedask@yahoo.co.uk