Η βροχή μιλάει συνειρμικά.
Χορεύοντας εμπνέεται από το αδέξιο βήμα των ανθρώπων
όταν μάταια πασχίζουν να της κρυφτούν,
ή από το μελαγχολικό τους βλέμμα
όταν την παρατηρούν μέσα από τα παράθυρά τους.
Έχει τη φωνή του απείρου,
όπως εκείνο –αδιάφορο, κυνικό‒
καθοδηγεί την κυκλική πορεία του χρόνου.
Παίζει κρυφτό με τον ήλιο,
του γελά ειρωνικά,
ότι δεν μπορεί να την εμποδίσει,
ό,τι και να κάνει.
Παίζει κυνηγητό με τους ανθρώπους,
που –οι ανόητοι‒ έχουν την αφέλεια να νομίζουν
πως μέσα στο σπίτι τους δεν βρέχει.
Μα η βροχή είναι παντού.
Έξω στον δρόμο,
όπου ο άνθρωπος-σκύλος ψάχνει καταφύγιο,
μέσα στο δωμάτιο του παιδιού,
όπου συναντά κρυφά χαμένα ξωτικά,
μέσα στην ψυχή μου,
όπου –αλαζονική, ασάλευτη, εγωπαθής‒
βασιλεύει η μνήμη.
Πάλι βρέχει τώρα.
Και στα τζάμια σχηματίζονται αυθαίρετα
τα ποταμάκια του μικρού έρημου χωριού που ζωγράφιζα μικρός.
Πέρα στην άκρη του κόσμου,
μια αστραπή φωτίζει τον κρυμμένο μου ουρανό
κι έξαφνα,
ακόμη κι εγώ που έχω πια χαθεί,
συναντιέμαι με τις απωθημένες προσδοκίες μου.
Όχι τίποτα σπουδαίο:
μονάχα μια υποψία προσοχής,
ή ένα βλέμμα να λοξοδρομήσει στο τίποτα που σέρνω
καθώς φτερώνει πάνω απ’ τις ροδακινιές.
Κι όμως, τίποτα.
Και η βροχή να συνεχίζει τον άηχο ήχο της,
εκείνον που αιχμαλωτίζει τα αδέσποτα όνειρα,
εκείνον που υποθηκεύει το χαρούμενο τέλος των παραμυθιών.
Μα η βροχή έχει λογική.
Δεν τραγουδά, παρά μόνον όταν πλησιάζω στο παράθυρο.
Δεν κυλά στα ρείθρα, παρά μόνον όταν διψούν τα σκυλιά.
Δεν φτιάχνει λίμνες στο χώμα, παρά μόνον
όταν ξαποσταίνουν τα πουλιά,
καθώς έρχονται από το παρελθόν…
Η βροχή είναι η αγαπημένη μου φίλη.
Δεν την αγγίζω γιατί φοβάται… φοβάμαι
ότι θα συνθλιβεί μέσα στην τόση νοσταλγία.
Δεν τη φιλώ,
γιατί δεν αντέχουν τα θνητά μου χείλη
την προαιώνια θάλασσα.
Κι έτσι,
πάντα μόνος, άπειρος κι αδέξιος μπροστά σε τόση αιωνιότητα,
κάθομαι μπροστά στο ραγισμένο παράθυρο και
την κοιτάζω…
Κι όταν κάποτε σταματά τον ανεπιτήδευτο, θηλυκό της χορό,
τολμώ να βγω έξω, στον κήπο με τα άναρχα σύμβολα στο χώμα,
και σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ζήσω
εισπνέω τα τελευταία ίχνη της μέσα μου…
Ο δρόμος
Ο δρόμος έχει σπίτια παλιά
συναισθήματα που λοξοδρομούν στη γωνία
σκυλιά αδέσποτα με φθαρμένο περιλαίμιο
‒πώς σώζεται η μνήμη στο ναυάγιο της ζωής‒
μια ποδηλάτισσα με όμορφα πόδια,
ευκαλύπτους που γέρνουν στο πέρασμα του βοριά.
Περπατάω αργά,
τα χέρια μου ξεχασμένα στις αφηρημένες τσέπες
κεφάλι που περιστρέφεται στους αδιάφορους ανθρώπους
‒αμήχανο περισκόπιο μιας νοσταλγίας περαστικής‒
στη διασταύρωση μένω ακίνητος
‒προτεραιότητα έχουν τα όνειρα‒
κάποτε παίρνω θάρρος και τη διασχίζω
δε φτάνω πουθενά…
Δεξιά μου κάδοι απορριμμάτων
λέξεις σκουπίδια, σχέσεις επίπλαστες, άνθρωποι ελαστικοί.
Ο δρόμος έχει δυο καφενεία με φωνές-καπνούς,
μια αφετηρία λεωφορείων για πόλη ανύπαρκτη,
διαβάτες που μοιάζουν άνθρωποι,
άλλα ζώα και πράγματα.
Κι εγώ, με το ίδιο πάντα ανυπεράσπιστο βλέμμα,
επινοώ τυχαία συνάντηση με τον εαυτό μου,
μοιραζόμαστε το γέρικο παγκάκι
κι έτσι βουβοί, ακίνητοι, μα τολμηροί,
αρχίζουμε το παιχνίδι της μνήμης…
Το νόμισμα
Το νόμισμα έχει δύο όψεις:
από τη μία ο αρχαίος βασιλιάς
κι από την άλλη
‒άτολμοι, βουβοί, σκυμμένοι‒
οι ανώνυμοι αυλικοί του.
Συνεδριάζουν αναίτια στις υπαίθριες συνελεύσεις τους,
ο ένας κρύβεται πίσω απ’ τη χειρονομία του άλλου,
‒πόσον καιρό χρειάζεται η παραίτηση απ’ το όνειρο‒
ανύποπτα χαρτονομίσματα αποκαλύπτονται στη μαγική σχισμή,
ορθοστασία, στασιμότητα, αναπνοές που τρομάζουν στον αγέρα,
τίποτα…
Που σημαίνει: κάνω καλά που κολυμπώ στο μελάνι μου,
σουπιά πονηρή, κάτω απ’ το βλέμμα του πλούσιου,
κάνω καλά που επινόησα αυτόν τον κόσμο με τους ήλιους τους εκθαμβωτικούς
‒κι άλλοτε‒ με την παραπομπή των κρυφών μου λέξεων στη σελήνη,
κάνω καλά που κινητοποιώ τα πουλιά μέσα μου,
που ταξιδεύω μαζί τους
κι ακόμα –πιστέψτε με‒
που όλοι οι λογικοί αυτής της θλιμμένης πόλης
με αποφεύγουν
σα να ’μαι εγώ ο βοριάς ο ανήμερος
κι αυτοί, οι βάρκες οι μάταια κρυμμένες σε κόλπο τεχνητό…
Μα εγώ, ο τρελός, ο που δεν έχω μοίρα και καταθέσεις,
έχω συχνές δοσοληψίες με τ’ όνειρο…
Συνήθως του χρωστάω,
μα είναι δικό μου και μ’ εμπιστεύεται.
Ξέρει πως είμαι δειλός, μα ξέρει ακόμη πως θέλω να το ζήσω.
Τοκίζεται, μα δε με νοιάζει.
Άλλωστε, όσο μεγαλώνει, τόσο δυναμώνω.
Είναι το παιδικό μου άστρο που έπεσε απ’ τα μικρά μου χέρια,
όταν, αφηρημένος μέσα στις εφηβικές μου νύχτες,
έχτιζα, δίχως χρήματα ή σχέδια, το κρησφύγετο των πόθων μου.
Κι αυτό το καταφύγιό μου είναι τόσο απλό και φτηνό,
που δεν το βλέπει κανείς…
Το νόμισμα έχει δύο όψεις:
από τη μία εγώ, ο βασιλιάς του ονείρου μου,
κι από την άλλη,
οι «πολιτισμένοι» αυτού του κόσμου,
με τις καταθέσεις του ψεύδους και τους χαμένους εαυτούς τους
στις θυρίδες…
Δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση. Δεν έχουν πλέον το κλειδί.
Το έχασαν, μόλις –τάχα‒ μεγάλωσαν.
Κι εγώ, που παραμένω μικρός, σχεδόν αόρατος,
σαν ένα τίποτα κρυφό ανάμεσα σ’ άλλους τιποτένιους,
επινοώ νομισματοκοπεία στη θάλασσα,
κυβερνώ βαπόρια πειρατικά
και –παιδί με πείσμα ελεεινό‒
επιμένω να κρύβω στα μυστικά σεντούκια μου
τους θησαυρούς που φανερώθηκαν στα νυχτερινά, μοναχικά ταξίδια μου
και –καθαρούς, γυαλιστερούς, υπερήφανους‒
τους χάρτες της ενήλικης υπεκφυγής μου στο παρελθόν…
Η κατανοητή έκφραση, ο λυρισμός που δεν χάνεται σε αοριστίες και η καθαρότητα των σχημάτων είναι τα πλεονεκτήματα της ποίησης του Πέτρου Λυγίζου. Συγκρατώ την έλξη που ασκούν τα πράγματα καθαυτά…
Γεώργιος Βέης, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, μόνιμος πρέσβης της Ελλάδος στην UNESCO
Ο Πέτρος Λυγίζος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966. Κατάγεται από την Ικαρία. Είναι καθηγητής αρχαίας και νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ζει και εργάζεται στο Ναύπλιο. Μεγάλος αριθμός ποιητικών συλλογών και πεζών του έχει ήδη εκδοθεί. Κάποια από τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά. Πηγές έμπνευσής του είναι η αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, οι κρυφές σκέψεις και τα απαγορευμένα όνειρά του. Άλλα έργα του από τις εκδόσεις μας: Το μειδίαμα του Σωκράτη [2016], Οι σιωπηλές συγχορδίες του ακορντεόν [2015] Η αφηρημένη ταχύτητα της ζωής [2015]
Επικοινωνία με τον συγγραφέα: plygizos@gmail.com