Η ΣΚΑΦΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΗ (ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ)
Ἡ σκαφτική του μηχανή
ἐδῶ σκουριάζει
κάτω ἀπ’ τόν ἥλιο καί τόν ἀέρα.
Χρόνια τή δούλευαν κοπιάζοντας
χέρια πού σκούριαζαν τετράγωνα
νύχια καί δάχτυλα.
Τώρα ἐδῶ πάνω ἀπόμεινε
ποιός ξέρει πόσον καιρό θά στέκει
δίχως ἄγγιγμα
δίχως τοῦ ἀνθρώπου τόν θυμό
τό ρῖγος τοῦ κορμιοῦ του.
Πρᾶγμα φθαρτό κόσμου φθαρτοῦ
σίδερο πού τό παράτησαν νά δέρνεται
παραδομένο στοῦ καιροῦ τ’ ἀλλάγματα
τέλος πού ἐπιβραδύνεται ἀδιάφορα
ἐξηγῶντας πώς δέν ἦταν ὅσο ἔδειχνε
ὅσο νομίζαμε σκληρό.
Ἀπ’ ὅλα ὅσα ἤτανε δικά του
αὐτή μᾶς ἔμεινε νά τόν θυμίζει πιό πολύ.
Τοῦ πάνω κόσμου μέ τόν κάτω
στερνή γέφυρα.
Tά λόγια πού κρεμάστηκαν
τάματα, φύλλα, κεφάλια
πού πέσανε στό χῶμα
μῆλα, τοῦ μαυροκότσυφα φτερά
πουκάμισα πού τά βυζαίνει ὁ ἄνεμος
μέχρι νά μείνουν ἄδεια
τρύπια κοχύλια, εἰδώλια δίχως μάτια
πού σημαδεύουν τοῦ καιροῦ τό πέρασμα
καθώς στόν ἥλιο ἀπέναντι στέκεται μοναχό του γεράκι
κι ἡ ξεβαμμένη κόμη μας στά δάχτυλα τῆς γριᾶς ἀνέμη
βουλή τῶν ἄστρων νομίζαμε τή νιότη
σκόνη ἦταν χρυσοφτέρουγη
μά ἤτανε σκόνη.
Μιά ὑγρασία σέ τρυπάει
καί τή μαζεύει ἡ νύχτα
πάνω στίς ρίζες, στά κλαδιά, στά φύλλα
πάνω στά κόκκαλα
ὅπως ἐκείνη πού βλέπουμε σέ τοίχους
νά γράφει τοπία
πού προσηλώνεται ἡ ψυχή
νά θυμηθεῖ ποιά εἶναι
ἤ νά ξεχάσει.
Ο ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ ΨΑΡΑΣ
Στη Μαίρη Βουράκη
Τόν ψάξαμε, μά δέν τόν βρήκαμε.
Δέν τόν εἴδαμε νά κάθεται στήν ἴδια πάντα θέση
ἐκεῖ στήν ἄκρη, ὅπως κατηφορίζει ὁ δρόμος στήν ἀγορά
τυλιγμένος μέσα στό σκοῦρο ἀδιάβροχο
κάποιες φορές ξεπαγιασμένος
μέ μάτια θολά, κόκκινα
κρυμμένα πίσω ἀπό τήν ὁμίχλη ἑνός κασκέτου
χέρια σκληρά, ἁπλωμένα
μέ χαρακιές καί ρόζους
παλιά ὅσο ἡ κτίση
μέ τίς ἀμυχές ξεροῦ κορμοῦ ἄνυδρου δέντρου.
Ρωτήσαμε σέ κάνα δυό μαγαζιά.
Ὁ ἕνας εἶπε πώς μιά φορά τόν εἶδε ὅλη κι ὅλη
τίς δυό τελευταῖες βδομάδες.
Ὁ ἄλλος πώς μᾶλλον μπάρκαρε.
Κάπως μετέωρο ἀκούστηκε ἐκεῖνο τό «μπάρκαρε»
κι ἴσως μᾶς παραξένεψε
γιατί θἆχε καβατζάρει πιά τά ἑξήντα πέντε.
Ὅμως ποιός ξέρει; Ὑπάρχουνε μαθές μπάρκα καί μπάρκα.
Μάταια τόν ἀναζητήσαμε
μέ τό ξύλινο κιβώτιο ἐκεῖ μπροστά στά πόδια του
μέ τήν πραμάτεια πού μάζευε ὅλη νύχτα
καί τό ξημέρωμα τήν ἔφερνε στήν ἀγορά
δίχως νά τή διαλαλήσει τή θαυμαστή πραμάτεια
πού ὅλη τή νύχτα θήρευε κάτω ἀπ’ τόν ἄφεγγο οὐρανό
ὄχι μονάχα μέ ἀκάματο κόπο
μά καί ἔνστικτο πού τοῦ μηνάει ἀπό μιά πρώτη αὐγή
πῶς πρέπει νά δολώσει, νά πλανέψει
νά αἰστανθεῖ τόν χρόνο, νά μαντέψει τή στιγμή
νά ἐξαπατήσει.
Νά μιλήσει μ’ αὐτό πού δέν μιλᾶ
καί κρύβεται στό ἀρχέγονο σκοτάδι μιᾶς προγενέστερης ὕλης
νά ἀφεθεῖ στῶν ἄστρων τήν πλανερή λάμψη
καί νά ξεφύγει ἀπό τίς κατηφόρες τῶν βυθῶν
νά δεῖ τό θαῦμα καί νά μήν τό μολογήσει.
Ὅταν θά ἐπιστρέφει φέρνοντας τόν ἀμητό
ματωμένος καί ξέγνοιαστος
τυλιγμένος ὅλο τό ἀγιάζι τῆς αὐγῆς.
τό ἱερό δικό του ἔνδυμα.
Ἄνδρος, 6 Αὐγούστου 2014
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
μιά μανιασμένη ἀπουσία
στά πέρατα τῆς αἴσθησης
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
Μέσα στό δειλινό
τόν ἄκουσαν νά βηματίζει.
Ἦταν φθινόπωρο
τά δέντρα ρίχνανε τά φύλλα.
Ξερή ἡ περπατησιά του.
Κάτι πουλιά τρομάξανε
καί χύθηκαν στό γκρίζο.
Ἕνας τόν ἄλλον κοίταξε
σάν σέ καθρέφτη.
Τό σῶμα τους εἴδανε πρώτη φορά.
Σάρκινο ἐκμαγεῖο. Τρόμαξαν.
Στό ξέφωτο σταμάτησε.
Δέν ἤτανε μακριά, οὔτε κοντά.
Μιά μπλάβα λίμνη ὁ οὐρανός
ὅταν ἀκούστηκε ἡ φωνή του.
Ρῖγος πού ἔφτανε μέχρι τή ρίζα.
«Αὐτό τό σύγκρυο λοιπόν εἶναι ἡ ψυχή;
Ἡ γύμνια της;»
Τά φύλλα σώπαιναν πάνω στά δέντρα.
Καί τά πουλιά ἀπό ὥρα εἶχαν κρυφτεῖ.
Ἔστρεψε τό κεφάλι
κοίταξε τό χῶμα.
Τό βλέμμα του ἀκολούθησε
ἕνα ψιχάλισμα μουντό.
Τούς ἔδωσε δερμάτινους χιτῶνες
νά σκεπαστοῦν.
Κάτω στή λεωφόρο
ἄναβαν τά πρῶτα φῶτα.
Από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ
[...]Ήδη στον τίτλο διακρίνουμε μία προσήμανση: το ένα δέντρο μέσα στο σύνολο του δάσους. Αυτό σηματοδοτεί το ποιητικό υποκείμενο ως μονάδα διακριτή μέσα και έξω από το σύνολο, αυτόνομη, συνυπάρχουσα, επηρεαζόμενη. Μιλάμε λοιπόν για τεχνικές αυτοπροσδιορισμού μέσα από τη γραφή.
Σε μια πρώτη ανάγνωση διακρίνουμε σε όλη την έκταση των γραφομένων ορατό το τρίπτυχο έκφραση – επικοινωνία/εξομολόγηση – δημιουργικότητα. Έτσι εκφράζονται τα συναισθήματα, παρατηρούνται τα φαινόμενα και ανιχνεύονται οι καταστάσεις, πράγμα που οδηγεί βέβαια σε επικοινωνία αρχικά του ποιητικού υποκειμένου με τον εσώτερο εαυτό του και με το συλλογικό κοινωνικό γίγνεσθαι και σε δεύτερο επίπεδο με τους αναγνώστες. Όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο δημιουργικότητας, που υπηρετεί η πράξη της γραφής – αποτύπωσης των συναισθημάτων. Σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο εντοπίζεται ο κοινός παρανομαστής όλων όσοι γράφουν ή γενικότερα δημιουργούν: η λυτρωτική διάσταση της Τέχνης. Μια οδυνηρή τελετουργία (αρχικά ανίχνευσης, παραδοχής και συμφιλίωσης και τελικά) εξορκισμού των δαιμόνων μας. Η λογοτεχνική πράξη παγκοσμίως ενσωματώνει τον αυτοπροσδιορισμό μας σε σχέση με τα γεγονότα, τη μέθεξή μας με αυτά, την αποτίμησή τους σε συναισθηματική κλίμακα (πράγμα που καθορίζει και τη στάση μας απέναντί τους) και την ανίχνευση πιθανών διεξόδων.
Οι κύριοι θεματικοί άξονες: νύχτα, φως, θάνατος, απώλεια (η αίσθηση του μισού/ανολοκλήρωτου που απομένει), απουσία, ο χρόνος που φεύγει, η φθορά των πραγμάτων, η αίσθηση του αποχωρισμού, το άστυ ταυτιζόμενο με μια εικόνα ερήμου και η ψυχική (και κοινωνική μας) διαφοροποίηση στο περιβάλλον χώμα – φύση σε σύγκριση με το περιβάλλον άσφαλτος – άστυ.
Η ποίηση της Καραταράκη συνιστά μια εσωτερική φωνή, αισθαντική, με έντονη την παρατήρηση στιγμών και βιωμάτων που τροφοδοτούν σκέψεις και μετουσιώνονται σε συναισθήματα, άρα συνεισφέρουν στην επικοινωνία. Έχεις την αίσθηση ότι σε κάθε ποίημα ανιχνεύεται η ιστορία πίσω από την εικόνα. Η αλλαγή της εποχής μας, η μετάσταση της τάξης των πραγμάτων, το βίωμα, η φθορά που προξενεί ο ποταμός του χρόνου, η φιλοσοφημένη ενδοσκόπηση (Επιτήδευση) και η συνομιλία του ποιητικού υποκειμένου με παρελθοντικές στιγμές, ρωγμές «για να περάσουν απέναντι», αποτελούν ιδιάζουσες συνιστώσες του ποιητικού αποτυπώματος της συλλογής.
Ο ποιητικός λόγος χαρακτηρίζεται από εναργή εικονοπλασία και έντονη λυρική αίσθηση, σχεδόν ελεγειακή κάποιες φορές. Έχουμε λειτουργία της μνημονικής αφήγησης, ορθή χρήση ρυθμού και έμμετρης φόρμας, καθώς επίσης και σε κάποια ποιήματα αρμονικά ενταγμένη παρουσία γνωμικής βαθύτητας. Σε κάποια ποιήματα (Δέντρο ΙΙI-IV) ο στίχος θα κέρδιζε, αν ήταν μικρότερης έκτασης. Αυτό φυσικά συμβαίνει, γιατί το ποιητικό υποκείμενο ξεδιπλώνει αναλυτικά την αίσθηση των πραγμάτων και την αποκωδικοποίηση των σκέψεών του. Αυτή, υποθέτω, είναι κατά την ποιήτρια (και όχι μόνο) και η βασική λειτουργία του.
Η γλώσσα εξυπηρετεί τη μετρική φόρμα και ο στίχος είναι κατά βάση μοντέρνος αλλά και με εμφανή στοιχεία παραδοσιακού, ανομοιοκατάληκτος, με ύφος αλλού πεζολογικό και αλλού όχι (ερανίζομαι ως παράδειγμα το ποίημα Της πόλης, μια ενδιαφέρουσα αναμέτρηση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου με μοντέρνα / αστικά θέματα),. Η ποιητική γλώσσα αναμιγνύεται (ιδιαίτερα στα ποιήματα μνημονικής αφήγησης) με στοιχεία γλώσσας της καθημερινότητας, κάποιες φορές δημώδους, με ιδιόλεκτο χωριού και παλαιότερων εποχών, που δίνουν και αντίστοιχο άρωμα στον στίχο. Έτσι εξυπηρετείται η αίσθηση έκφρασης και επικοινωνίας ως προς την ουσία και συνάμα ως προς το λεκτικό της περίβλημα, ανιχνεύοντας την ταύτιση, ψηλαφώντας τη νοσταλγία, ανασαίνοντας το τότε οικείο και συνάμα ανθρωπινότερο περιβάλλον. Ταυτόχρονα δίνεται και η αίσθηση της αλλοτινής αθωότητας σε αντιδιαστολή με την πνιγηρή ατομικότητα και την ασφυκτική μοναξιά του αστικού περίγυρου.
Γιώργης Ε. Μανουσάκης
Ἡ Ἀθηνᾶ Καραταράκη γεννήθηκε στήν Ἀθήνα. Ξεκίνησε σπουδές στό Οἰκονομικό τμῆμα τοῡ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅμως τό ἐγκατέλειψε γιά νά σπουδάσει Φιλοσοφία στό Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γιά πολλά χρόνια μελέτησε τραγούδι. Ἐκτός ἀπό ποιήματα συνθέτει τραγούδια. Στίχους της ἔχουν μελοποιήσει Ἓλληνες συνθέτες. Ἔχει ἡχογραφήσει δύο CDs, Στῆς νύχτας τό φῶς (1996) καί Gosamui (2003). Μετέφρασε ἀρχαίους λυρικούς ποιητές, τό Ἆσμα ἀσμάτων καί τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων μελοποίησε ὁ συνθέτης Νῖκος Μαμαγκάκης (1929-2013). Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σέ λογοτεχνικά περιοδικά. Ἡ πρώτη ποιητική της συλλογή κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις «Ὁδός Πανός» τό 2003 με τίτλο Μπετόν Ἀγγέλου. Διδάσκει στή Μέση Ἐκπαίδευση ὡς φιλόλογος.