Πώς μια χώρα από παραγωγική γίνεται μεταπρατική; Τι σχέση έχουν οι τρεις «εκσυγχρονιστές» μάγοι με την εξαφάνιση της φαντασίας; Πόσο γρήγορα το «μπορείς» μετατρέπεται σε «περίπου»; Με τι ασχολούνται τα παιδιά της Μήδειας; Εμπίπτει ο έρωτας στην επαναστατική διαδικασία; Χρειάζεται άδεια παραμονής και έγγραφα νομιμοποίησης ένας ανήλικος σοκολατένιος ιππότης για να σώσει μια χώρα; Ποιο είναι το μυστικό ομορφιάς τής Ωραίας Κοιμωμένης; Έχει η Κοκκινοσκουφίτσα οικολογική συνείδηση; Υπάρχουν ρατσίστριες μελιτζάνες; Τι λέει για όλα αυτά ο Όμηρος;
Σε όλα αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα απαντάει αυτή η ιστορία, μα και σε άλλα τόσα, με καθόλου επιστημονικό και αντικειμενικό τρόπο. Βλέπετε, η διήγηση διαπνέεται από μεροληψία και αγάπη για κάποιους ήρωες «αντιφρονούντες» και «οπισθοδρομικούς», που πιστεύουν ακόμη στη σπουδαιότητα της ύπαρξης των ονείρων και αποφασίζουν να απελευθερώσουν τον τόπο τους από την καταδυνάστευση τού «περίπου».
Αν το «περίπου» δεν σας φαίνεται απόλυτα φυσιολογική συνθήκη, «μπορείτε» να αποκτήσετε άφοβα αυτό το βιβλίο και... καλό σας ταξίδι.
Και για να είμαστε ακριβείς, ας εξηγήσουμε μερικά πράγματα για τη χώρα που ήταν κάποτε «μπορείς» και έγινε «περίπου». Γεωγραφικά βρίσκεται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Μα τα σύνορά της δεν είναι ακριβή. Όπως επίσης δεν έχει χαρτογραφηθεί ποτέ. Είναι μία παράξενη, αόρατη χώρα, που τη γνωρίζουν λίγοι, τη φαντάζονται αρκετοί και την αγνοούν οι περισσότεροι. Μα δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη γνωρίζει την κύρια παραγωγή της: τις ιστορίες.
Ναι, ιστορίες. Αυτό ήταν το κύριο προϊόν που παρήγε, κατανάλωνε και εξήγε. Από την αρχή της δημιουργίας της, σχεδόν αμέσως μετά τον πρώτο κατακλυσμό, η Χώρα του Μπορείς έπλαθε ιστορίες. Ό,τι ιστορίες μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Δεν ήταν απλά παραμύθια για να κοιμούνται τα παιδιά. Ήταν ιστορίες άγριες, βίαιες, τρυφερές, θλιμμένες, ξεκαρδιστικές, μα κυρίως δυνατές για να αντέξουν στον χρόνο.
Όλοι γνώριζαν πως οι ιστορίες από τη Χώρα του Μπορείς ήταν ανθεκτικές και δεν ξεχνιόνταν. Γι’ αυτό τον λόγο οι μεγαλύτεροι παραμυθάδες του κόσμου, οι πιο μεγάλοι ζωγράφοι, μουσικοί, αστρονόμοι, ποιητές, έπρεπε να περάσουν από τη χώρα για να ακονίσουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους. Έτσι, δημιουργήθηκε και «Η Μεγάλη της Έμπνευσης Σχολή» στο κέντρο της χώρας.
Πόσοι και πόσοι δεν μαθήτευσαν εκεί. Ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Αριστοφάνης, ο Μότσαρτ, ο Ντα Βίντσι, ο Τσαϊκόφσκι και άλλοι πολλοί, τόσοι που δεν θα μας έφτανε ένα βιβλίο για να τους αναφέρουμε. Κάποια στιγμή, με το πέρασμα του χρόνου, που καμία σχέση δεν έχει με τον χρόνο που γνωρίζουμε εμείς, η σχολή ενώθηκε φαντασιακά και συνεργάστηκε με τη «Μαγική της Ανατολής Σχολή», που είχε την έδρα της στην ευρύτερη περιοχή της Βαγδάτης. Ήταν εξίσου σπουδαία και είχε το μοναδικό στον κόσμο εργοστάσιο που υφαίνονταν τα ιπτάμενα χαλιά.
Αυτή η συνεργασία εκτόξευσε τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων μέχρι τ’ αστέρια. Τίποτα δεν ήταν αδύνατο. Η ανθρώπινη φαντασία χωρίς όρια μεγαλουργούσε και έπλεκε υπέροχες ιστορίες και μουσικές και έργα τέχνης μοναδικά. Ιπτάμενα χαλιά πηγαινοέρχονταν πάνω από τις δύο χώρες κουβαλώντας ανθρώπους, περίεργα όντα και ιδέες.
Ό,τι έπλαθε η φαντασία και το όνειρο του καθενός υλοποιούνταν αμέσως. Από τους μεγαλύτερους φόβους μέχρι τα πιο τρελά όνειρα. Βέβαια, καθώς δεν ήταν δυνατόν όλα αυτά να χωρέσουν και να συνυπάρξουν, υπήρχε μία δικλείδα ασφαλείας για να γίνεται κάποιο ξεκαθάρισμα. Ο χρόνος.
Ό,τι ήταν καθαρό, εμπεριείχε μεγάλες αλήθειες ή ειλικρινή αισθήματα και προερχόταν κατευθείαν από την καρδιά, ο χρόνος το άφηνε να υπάρχει. Αντίθετα, ιστορίες που άλλο ήθελαν να πουν και άλλο έλεγαν, φόβοι ανούσιοι, προσδοκίες ψεύτικες, καλυμμένες με όμορφα λόγια, μα χωρίς ουσία, άντεχαν για λίγο και μετά έσκαγαν σαν σαπουνόφουσκες κάνοντας ένα «μπλομπ».
Έτσι, χωρίς να ανακατευτούν επιτροπές, ειδικοί, πραγματογνώμονες και συναφή επαγγέλματα, ο χρόνος φρόντιζε να καθαρίζει ο τόπος και να μένουν μόνο τα ουσιαστικά στη χώρα. Με αυτό τον τρόπο ανανεώνονταν και οι ιστορίες και η φαντασία, όπως και οι ήρωες. Οι ήρωες των ιστοριών είτε ήταν άνθρωποι, είτε νεράιδες, είτε τέρατα, ή οτιδήποτε άλλο, ζούσαν όσο υπήρχαν στη σκέψη των ανθρώπων. Μόλις τους ξεχνούσαν σήμαινε πως έπαυαν να έχουν λόγο ύπαρξης και πέθαιναν ήσυχα και ωραία.
Το ίδιο συνέβαινε και με τους δημιουργούς. Ενώ στον κανονικό κόσμο μπορεί να είχαν πεθάνει, εκεί υπήρχαν όσο οι ιστορίες τους ήταν ακόμη ζωντανές και τα έργα τους σήμαιναν κάτι για τις ψυχές των ανθρώπων. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να δεις στη λαϊκή να ψωνίζει γαλάζια καρπούζια η Άννα Καρένινα και να τα ζουλάει για να δει αν είναι ώριμα, πλάι πλάι με την Κλυταιμνήστρα, που ήθελε απαραιτήτως αργίτικα πεπόνια. Στον δρόμο καλημέριζες τον Γκόγια, παρέα με τον Σοφοκλή. Τον Όσκαρ Ουάιλντ με τον Αχιλλέα. Σε μια άκρη της παραλίας μπορεί να ζωγράφιζε ο Νταλί πετώντας βότσαλα στον Πήγασο που τσαλαβουτούσε στα γαλάζια νερά, την ώρα που ο ήλιος βυθιζόταν στο νερό για το απογευματινό του μπάνιο. [...]
(…) Όμως το βιβλίο δεν είναι μονοσήμαντο, γιατί κάτω από το πρώτο επίπεδο της παραβολής παραμονεύει ο πόνος για την απώλεια της παιδικής αθωότητας, η φυλάκιση της φαντασίας και η ιδιώτευση. Η μεγάλη επιτυχία του Σοκολατένιου Ιππότη είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι έχει γραφτεί με τέτοιο τρόπο που αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνείας και προσέγγισης, δίνει πολλή τροφή για σκέψη αλλά με έναν ανάλαφρο τρόπο.
Παναγιώτης Σιάνης, δημοσιογράφος
Ο Νίκος Σταματιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και θέατρο με δασκάλους τον Β. Διαμαντόπουλο και τον Γ. Ρήγα. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε επαγγελματικά με τον σχεδιασμό και την κατασκευή κοσμημάτων. Έχει γράψει το μυθιστόρημα Το ημερολόγιο ενός αχινού (το ανώνυμο βιβλίο, 2013) το οποίο διασκευάστηκε για το θέατρο και ανέβηκε από την ομάδα «Studio υπό το μηδέν», καθώς και δύο θεατρικά έργα. Παιδιόθεν τον απασχολεί η χαρά της ζωής και οι πολλαπλές εκφάνσεις της. Ζει στην Αθήνα προσωρινά με συχνές τάσεις φυγής.
Επικοινωνία με τον συγγραφέα: nistamatiadis@gmail.com