Ἀπό τά νεανικά μου χρόνια, ἀγαπημένος καλοκαιρινός προορισμός ἦταν τό μικρό χωριό τῆς μητέρας μου, ἡ Βίλια. Οἱ περίπατοι στήν ἐξοχή, οἱ ἐπισκέψεις στά γειτονικά χωριά, ὁ μόχθος τῶν ἀγροτῶν, ἡ βόλτα στό μοναστήρι τοῦ Ἁι-Γιώργη, τό ὑπέροχο τοπίο μέ τόν βελούδινο κάμπο καί τά περήφανα βουνά πού ὀρθώνονταν γύρω του, στάλαξαν βαθιά μέσα μου μία δυνατή ἀγάπη γιά τήν γενέτειρα τῆς μητέρας μου. Ἀλλά ἡ μαγική στιγμή τῆς μέρας ἦταν σάν τήν ἄκουγα νά λέει: «Πᾶμε νά ἀνάψουμε τά καντήλια στήν Ἁγία Βαρβάρα!»
Οἱ ἀναμνήσεις πολλές καί γλυκές. Ἡ πέτρινη μάντρα, ἡ πύλη τοῦ προαύλιου χώρου μέ τήν σιδερένια πόρτα πού σέ καλωσόριζε τρίζοντας παραπονεμένα, ἡ κλειδωμένη ξύλινη πόρτα κάτω ἀπό τό γέρικο πουρνάρι, ἡ μολυβένια καμπάνα, τά ἀλύγιστα κυπαρίσσια μέ τά χορταριασμένα μνήματα, τά βελάσματα ἀπό τίς κοντινές στάνες, οἱ μυρωδάτες δάφνες, τό φορτωμένο μέ ἀρώματα τῆς γῆς ἀεράκι, τό κελί μέ τό τζάκι…
Αὐτό τό μικρό μοναχικό ἐκκλησάκι στήν πλεύρα τοῦ χωριοῦ στάθηκε ἀποκάλυψη γιά μένα καί τό ἀγάπησα πολύ. Φούντωνε μέσα μου χαρά μεγάλη, ὅταν πήγαινα ἐκεῖ. Ἡ ὄψη του, ἡ μυρουδιά του μόλις ἄνοιγα τήν πόρτα καί ἔμπαινα στό φιλόξενο μισοσκόταδο, ἡ δροσιά πού μέ τύλιγε μόλις διάβαινα τό κατώφλι του, μοῦ δημιουργοῦσαν μοναδικά συναισθήματα. Τά σβησμένα καντήλια, τά θαμπά μπρούντζινα μανουάλια, ἡ παλιά μαντεμένια κολυμπήθρα, ἡ γλυκιά μορφή τῆς Ἁγίας στό προσκυνητάρι, οἱ θαμπές ἀπό τόν χρόνο εἰκόνες στό ἀπλό τέμπλο, τό παλιό ἀναλόγιο καί τό γαλάζιο ξύλινο δεσποτικό, ὅλα ἦταν σιωπηλοί μάρτυρες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Κι ὅταν ὁ ἥλιος τρύπωνε ἀκάλεστος ἀπό τά στενά παράθυρα καθώς τό λιβάνι σκόρπιζε τήν εὐωδιά του στίς ἅγιες μορφές, ἔνιωθα πώς ξεχείλιζε ἡ σιωπηλή παρουσία της στόν μικρό ναό. Μία τέτοια κατανυκτική στιγμή πρίν ἀπό πολλά χρόνια στάθηκε ἀφορμή γιά ἕνα ἐσωτερικό τάμα. Νά γράψω κάποτε γιά τήν ἀγαπημένη μου Ἁγία, νά συλλέξω, ἄν γινόταν κάποια ἀπό τά ἀμέτρητα θαύματα πού ἔχει κάνει ἡ χάρη της, νά ἀφυπνήσω τίς μνῆμες τῶν παλιῶν καί νά κεντρίσω τό ἐνδιαφέρον τῶν νέων, γιατί στήν πορεία τῆς μικρῆς μου ἔρευνας ἔμαθα πολλά.
Ἡ Βίλια, ἄν καί ἀσήμαντο χωριό, εἶναι προικισμένο μέ πνευματική κληρονομιά καί παρακαταθήκη! Γειτονεύει μέ τό ἱερό προσκύνημα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, ἐνῶ γιά τήν θαυματουργή εἰκόνας της ἔχει γραφτεῖ Παρακλητικός Κανόνας, ἀνέκδοτος μέχρι σήμερα, ἀπό ἕναν ἱερομόναχο ὀνόματι Διονύσιο, ἀπό τό Ρώσικο Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα, μέ ἡμερομηνία τό ἔτος 1903. Αὐτό τό δοξολογικό καί εὐχαριστήριο ὑμνογράφημα μέ τήν τιμητική ἀφιέρωση στό ὄνομα τῆς Ἁγίας τοῦ χωριοῦ μας, καταδεικνύει μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο πόσο μεγάλο ὑπῆρξε σέ σπουδαιότητα τό ἐκκλησάκι ἀλλά καί πόσο σημαντικό ρόλο ἔπαιζε στήν ζωή τῶν κατοικῶν τῆς Βίλιας καί τῶν ὑπολοίπων χωριῶν.
Επικοινωνία με τη συγγραφέα: luinira@hotmail.com